ιατροδικαστής

ιατροδικαστής
ο врач-криминалист, судебный врач

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ιατροδικαστής" в других словарях:

  • ιατροδικαστής — ο ειδικός γιατρός που ορίζεται από την πολιτεία για την επιστημονική εξακρίβωση και τον προσδιορισμό τής φύσης, τού τρόπου και τής προέλευσης τραυμάτων, κακώσεων, αιτιών θανάτου όταν θεωρηθεί ότι οι περιπτώσεις αυτές αφορούν τη δικαιοσύνη.… …   Dictionary of Greek

  • ιατροδικαστής — ο γιατρός που έπειτα από δικαστική εντολή ενεργεί για να εξακριβώσει κάτω από ποιες συνθήκες τραυματίστηκε ή πέθανε κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιατροδικαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιατροδικαστή («ιατροδικαστική εξέταση τού πτώματος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατροδικαστική κλάδος τής ιατρικής που βοηθά τη δικαιοσύνη σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατροδικαστής …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Ιωάννης — (Τρίπολη 1876 – Αθήνα 1960). Γιατρός, ιατροδικαστής και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και της τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Ταρντιέ, Oγκίστ Αμβρόσιος — (Tardieu, 1818 – 1879). Γάλλος ιατροδικαστής. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και ακαδημαϊκός. Έγραψε Λεξικό δημόσιας υγιεινής και υγιεινολογίας, Ιατροδικαστική μελέτη περί προσβολής των ηθών, Ιατροδικαστική μελέτη άμβλωσης, Μελέτη περί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»